- αναθέρμανσις
- (-εως), αναθερμασία η1) подогревание, разогревание; 2) перен. подогревание, разжигание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναθέρμανση — η (Α ἀναθέρμανσις) [ἀναθερμαίνω] η εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμα νεοελλ. ανάκτηση ζωτικότητας, αναζωογόνηση, τόνωση «αναθέρμανση της οικονομίας», «αναθέρμανση σχέσεων» κ.λπ … Dictionary of Greek